- επικεφαλαιώ
- ἐπικεφαλαιῶ, -όω (Α) [επικεφάλαιος]1. προσθέτω, επαυξάνω2. παθ. συγκεντρώνω σ’ ένα κεφάλαιο («ἐπικεφαλαιωθέντα πάντα έσάπαξ άπαιτεῑσθαι», Δίων Κάσσ.)3. μέσ. ἐπικεφαλαιοῦμαι, -όομαιαναφέρω περιληπτικά, συγκεφαλαιώνω («τῶν μέντοι γε Ἀράτῳ διῳκημένων... πάλιν ἐπικεφαλαιούμενοι μνησθησόμεθα», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.